- συννυμφοκόμος
- -ον, Ααυτός που συμμετέχει στον στολισμό τής νύφης.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + νυμφοκόμος «αυτός που στολίζει τη νύφη»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συννυμφοκόμον — συννυμφοκόμος helping to deck a bride masc/fem acc sg συννυμφοκόμος helping to deck a bride neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-κόμος — ο, η, θηλ. και α (ΑM κόμος) β συνθετικό πολλών συνθέτων τής Αρχαίας και Νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. κομῶ, έω «περιποιούμαι, φροντίζω», που απαντά μόνο στην Αρχαία Ελληνική. Όλα αυτά τα σύνθετα είναι παροξύτονα σε αντιδιαστολή με… … Dictionary of Greek